πραγματεία

πραγματεία
πραγματεία, ας, ἡ (πραγματεύομαι; Hippocr., X., Pla. et al.; pap, LXX; AscIs 2, 5 [pl.]; Philo; Jos., Ant. 1, 5; 14, 218; loanw. in rabb.) activity, occupation, in our lit. only pl. undertakings, business, affairs Hm 10, 1, 4; Hs 9, 20, 1f. αἱ τοῦ βίου π. the affairs of everyday (civilian) life 2 Ti 2:4 (Philo, Spec. Leg. 2, 65 αἱ περὶ βίον π.). π. πονηραί Hv 2, 3, 1. Under persecution, leading to denial of Christ v 3, 6, 5; Hs 8, 8, 2. Enticing people to lie m 3:5. Separating fr. the saints Hs 8, 8, 1.—DELG s.v. πράσσω. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πραγματεία — πραγματείᾱ , πραγματεία prosecution of business fem nom/voc/acc dual πραγματείᾱ , πραγματεία prosecution of business fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματείᾳ — πραγματείᾱͅ , πραγματεία prosecution of business fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγματίη, και ποιητ. τ. πραγματίη, Α [πραγματεύομαι] νεοελλ. επιστημονική μελέτη, σύγγραμμα, διατριβή νεοελλ. μσν. πραμάτεια αρχ. 1. επιμελής ενασχόληση με μια εργασία μέχρι την περάτωσή της 2. επίπονη, κοπιαστική εργασία 3.… …   Dictionary of Greek

  • πραγμάτεια — η, Ν βλ. πραμάτεια …   Dictionary of Greek

  • πραγματεία — η έργο συγγραφικό, βιβλίο, μελέτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πραγματείας — πραγματείᾱς , πραγματεία prosecution of business fem acc pl πραγματείᾱς , πραγματεία prosecution of business fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματείαι — πραγματείᾱͅ , πραγματεία prosecution of business fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματείαν — πραγματείᾱν , πραγματεία prosecution of business fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματειῶν — πραγματεία prosecution of business fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματεῖαι — πραγματεία prosecution of business fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματείαις — πραγματεία prosecution of business fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”